ελλογιμότητα

ελλογιμότητα
η
1. το να είναι κανείς αξιόλογος, ιδίως στα γράμματα, η λογιότητα.
2. ως τίτλος λογίων, επιστημόνων: Η ελλογιμότητά σας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ελλογιμότητα — η (Α ἐλλογιμότης) η ιδιότητα τού ελλόγιμου νεοελλ. τίτλος λογίων και επιστημόνων («η ελλογιμότητά του») αρχ. διαλεκτική ικανότητα, ρητορική δύναμη …   Dictionary of Greek

  • ἐλλογιμότητα — ἐλλογιμότης capability of reasoning fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”